- βυσσοδομώ
- -όμησα, σκευωρώ, μηχανεύομαι κάτι κακό, μηχανορραφώ: Οι αντίπαλοί του βυσσοδόμησαν την πτώση του από τη θέση του υπουργού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βυσσοδομώ — βυσσοδομώ, βυσσοδόμησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βυσσοδομώ — (Μ βυσσοδομῶ, έω) σκέπτομαι κάτι στο βάθος της ψυχής μου εναντίον κάποιου χωρίς να γίνομαι αντιληπτός (πάντοτε με κακή σημασία) νεοελλ. μηχανορραφώ, σκευωρώ εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βυσσός + δομώ < δέμω «οικοδομώ, χτίζω»] … Dictionary of Greek
βυσσοδομεύω — (Α) βυσσοδομώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος για μετρικούς λόγους σε εύω τύπος του ρ. βυσσοδομώ*, που είναι αμάρτυρος στην Αρχαία και που μαρτυρείται μόνον αργότερα στη Μεσαιωνική] … Dictionary of Greek
τεκταίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. τεκταίνω ΜΑ [τέκτων, ονος] σχεδιάζω, επινοώ κακόβουλα, μηχανορραφώ, βυσσοδομώ (α. «δεν είχε υποψιαστεί τα όσα τεκταίνονταν» β. «ἐτεκταίνετο στάσιν») μσν. αρχ. ενεργ. τεκταίνω α) φιλοτεχνώ, κατασκευάζω με τέχνη (α. «κιβώτιον… … Dictionary of Greek
βυθός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ., 184 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται προς τα ΝΔ του νομού, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Βοΐου όρους. Υπάγεται στην κοινότητα Πενταλόφου. Παλαιότερα (έως το 1928) ονομαζόταν Ντόλος. *… … Dictionary of Greek
μηχανεύομαι — (ΑΜ μηχανεύομαι) [μηχανή] 1. επινοώ, σοφίζομαι 2. μεταχειρίζομαι πονηρά ή δόλια μέσα για να εξαπατήσω, μηχανορραφώ, βυσσοδομώ μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μηχανεμένος, η, ον πονηρός, πανούργος … Dictionary of Greek
μηχανορραφώ — (Α μηχανορραφῶ, έω) [μηχανορράφος] εφευρίσκω δόλια και απατηλά μέσα για να επιτύχω ατομικό όφελος, είμαι μηχανορράφος, σχεδιάζω πανουργίες, ραδιουργώ, δολοπλοκώ, βυσσοδομώ, σκευωρώ … Dictionary of Greek